- απογυρεύω
- -εψα, αναζητώ, αποζητώ: Τώρα απογυρεύει την ησυχία και την ηρεμία του χωριού του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.